σθένων

σθένων
σθένω
to have strength
pres part act masc nom sg
σθενόω
strengthen
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
σθενόω
strengthen
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βαν’τ Χοφ, Γιάκομπους Χένρικους — (Jacobus Hendricus Van’t Hοff, Ρότερνταμ 1852 – Βερολίνο 1911). Ολλανδός χημικός. Σπούδασε στο Ντελφτ και στο Λέιντεν και παρακολούθησε τα μαθήματα του Κεκιλέ στη Γερμανία και του Βιρτς στη Γαλλία. Έγινε καθηγητής της χημείας πρώτα στα… …   Dictionary of Greek

  • Κεκιλέ φον Στράντονιτς, Φρίντριχ Άουγκουστ — (Friedrich August Kekulé von Stradonitz, Ντάρμστατ 1829 – Βόνη 1896). Γερμανός χημικός. Υπήρξε μαθητής του Λίμπιχ. Εργάστηκε στα εργαστήρια του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, όπου έγινε βοηθός και αργότερα καθηγητής της χημείας. Από το 1858 έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”